- τριπορνεία
- τρῐ-πορνεία, ἡ,A threefold whoredom, by descent, Antiph. Jun. ap. Ath.13.587b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριπορνεία — ἡ, Α πορνεία με οικογενειακή παράδοση μέχρι τρίτης γενεάς, από μάνα και από γιαγιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πορνεία] … Dictionary of Greek
τριπορνείας — τριπορνείᾱς , τριπορνεία threefold whoredom fem acc pl τριπορνείᾱς , τριπορνεία threefold whoredom fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)